-
1 специальный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно.1. ειδικός•-ая одвзвда ειδική ενδυμασία•
выпуск ειδική έκδοση•
-ые учебные заведение ειδικά εκπαιδευτικά ιδρύματα.
2. ιδιαίτερος•специальный корреспондент ιδιαίτερος ανταπο-κρ ιτής.
-
2 сбор
1. (собирание) το μάζεμα, η συγκέντρωση, η συλλογή 2. (урожая) η συγκομιδή, το μάζεμα 3. (налог) τα τέλ/ητα έξοδαοι δαπάνεςη επιβάρυνσηгербовый эк. - ο φόρος του χαρτοσήμουтаможенный - τελωνειακά -, ο τελωνειακός δασμός4. (встреча) η συγκέντρωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сбор